Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υποαπασχολούμαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υποαπασχολούμαι [ipoapasxolúme] Ρ10.9β : για εργαζόμενο που δεν έχει τακτική ή πλήρη απασχόληση.

[λόγ. υποαπασχόλ(ησις) -ούμαι κατά το σχ.: απασχόλησις - απασχολούμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες