Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπνωτικός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπνωτικός -ή -ό [ipnotikós] Ε1 : που φέρνει ύπνο: Yπνωτικές ουσίες. Aποπειράθηκε να αυτοκτονήσει με μεγάλη δόση υπνωτικών φαρμάκων. || (ως ουσ.) το υπνωτικό, υπνωτικό φάρμακο.

[λόγ. < αρχ. ὑπνωτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες