Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υπναλέος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπναλέος -α -ο [ipnaléos] Ε4 : που έχει μια μόνιμη τάση για ύπνο.

[λόγ. < ελνστ. ὑπναλέος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go