Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπεύθυνος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπεύθυνος -η -ο [ipéfθinos] Ε5 : 1.(για πρόσ.) ANT ανεύθυνος: α. που έχει την ευθύνη και υφίσταται τις συνέπειες των πράξεών του: Mετά τα δεκαοχτώ ο νέος θεωρείται πλέον υπεύθυνο άτομο. β. που ενεργεί και συμπεριφέρεται με υψηλό αίσθημα ευθύνης: Είναι ένας ~ άνθρωπος. γ. που γίνεται με συναίσθηση ευθύνης: Yπεύθυνη πράξη. Yπεύθυνη αντιμετώπιση. || Yπεύθυνη δήλωση, με την οποία αναλαμβάνει κάποιος τη νομι κή ευθύνη για την αλήθεια του περιεχομένου. 2. που προέρχεται από αρμόδιο πρόσωπο ή όργανο και κατά συνέπεια χαρακτηρίζεται από εγκυρότητα: Yπεύθυνη ενημέρωση / γνώμη. Θέλω να μου δώσετε μια υπεύθυ νη απάντηση. (έκφρ.) υπεύθυνα χείλη…, υπεύθυνο πρόσωπο. || που έχει την αρμοδιότητα για κτ.: Yπηρεσία υπεύθυνη για την έκδοση διαβατηρίων. 3α. που είναι επιφορτισμένος με κτ., που έχει την ευθύνη για τη σωστή διεκπεραίωση ενός έργου: Ποιος είναι ο ~ υπάλληλος; Είμαι ~ για την ασφάλειά σου. || (ως ουσ.) ο υπεύθυνος: Ο ~ του τμήματος / του τυπογραφείου. Θέλω να με οδηγήσεις στον υπεύθυνο. ~ σύμφωνα με το νόμο. β. που προκάλεσε κτ., που έγινε αιτία να συμβεί κτ. δυσάρεστο, που είναι υπαίτιος: Είμαστε όλοι υπεύθυνοι γι΄ αυτή την κατάσταση. || (ως ουσ.): Ο ~ του δυστυχήματος εξαφανίστηκε. υπεύθυνα & (λόγ.) υπευθύνως ΕΠIΡΡ: Εργάζεται ~. Στο δηλώνω / στο λέω ~ / υπευθύνως.

[λόγ.: 1: αρχ. ὑπεύθυνος· 2, 3: σημδ. γαλλ. responsable· λόγ. < ελνστ. ὑπευθύνως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες