Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υπερωριακός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπερωριακός -ή -ό [iperoriakós] Ε1 : που έχει σχέση με την υπερωρία: Yπερωριακή εργασία / απασχόληση. υπερωριακά ΕΠIΡΡ: Εργάστηκε ~.

[λόγ. υπερωρί(α) -ακός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go