Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπερωρία η [iperoría] Ο25 : η εργασία που γίνεται πέρα από το κανονικό ωράριο: Πόσες υπερωρίες έχεις αυτόν το μήνα; Kάνω / δουλεύω υπερωρίες. Οι υπερωρίες πληρώνονται καλά. || αμοιβή για υπερωριακή εργασία: Aυτό το μήνα δεν πήραμε τις υπερωρίες.
[λόγ. υπερ- + ώρ(α) -ία μτφρδ. γερμ. ῦberstunde (διαφ. το ελνστ. ὑπέρωρος `παραγινωμένος΄)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπερωριακός -ή -ό [iperoriakós] Ε1 : που έχει σχέση με την υπερωρία: Yπερωριακή εργασία / απασχόληση.
υπερωριακά ΕΠIΡΡ: Εργάστηκε ~. [λόγ. υπερωρί(α) -ακός]