Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπερψηφίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπερψηφίζω [iperpsifízo] -ομαι Ρ2.1 : ψηφίζω υπέρ μιας πρότασης ή ενός προσώπου, δίνω θετική ψήφο. ANT καταψηφίζω: H αντιπολίτευση δήλωσε ότι θα υπερψηφίσει το νομοσχέδιο. H πρόταση υπερψηφίστηκε, εγκρίθηκε ή έγινε αποδεκτή με πλειοψηφία.

[λόγ. υπερ- + ψηφίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες