Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπερφόρτιση η [iperfórtisi] Ο33 : (τεχν.) η ενέργεια και συνήθ. το αποτέλεσμα του υπερφορτίζω· πρόσθετο ηλεκτρικό φορτίο το οποίο διοχετεύεται σε μια μηχανή ή συσκευή. || το πρόσθετο φορτίο το οποίο μπορεί, κάτω από εξαιρετικές συνθήκες, να δεχτεί μια κατασκευή και το οποίο λαμβάνεται υπόψη κατά το στατικό υπολογισμό.
[λόγ. υπερφορτι- (υπερφορτίζω) -σις > -ση]



