Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υπερφόρτιση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπερφόρτιση η [iperfórtisi] Ο33 : (τεχν.) η ενέργεια και συνήθ. το αποτέλεσμα του υπερφορτίζω· πρόσθετο ηλεκτρικό φορτίο το οποίο διοχετεύεται σε μια μηχανή ή συσκευή. || το πρόσθετο φορτίο το οποίο μπορεί, κάτω από εξαιρετικές συνθήκες, να δεχτεί μια κατασκευή και το οποίο λαμβάνεται υπόψη κατά το στατικό υπολογισμό.

[λόγ. υπερφορτι- (υπερφορτίζω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go