Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπερφορτώνω [iperfortóno] -ομαι Ρ1 : φορτώνω κτ. υπερβολικά, συνήθ. για όχημα: Tο αυτοκίνητο είναι υπερφορτωμένο.
[λόγ. < μσν. υπερφορτώνω < υπερ- + φορτώνω]



