Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υπερφαλαγγίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπερφαλαγγίζω [iperfalangízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.(στρατ.) αναπτύσσω τα στρατεύματά μου πέρα από τα άκρα των εχθρικών δυνάμεων με σκοπό την κύκλωση. 2. υπερκεράζω.

[λόγ. < ελνστ. ὑπερφαλαγγίζω, ὑπερφαλαγγῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go