Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπερτυχερός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπερτυχερός -ή -ό [ipertixerós] Ε1 : συνήθ. ως ουσ., αυτός που σε μια κλήρωση έχει κερδίσει τον πρώτο αριθμό ή γενικά αυτός που έχει κερδίσει ένα μεγάλο ποσό, ένα σημαντικό δώρο κτλ.: Ο ~ του Εθνικού Λαχείου. Οι είκοσι υπερτυχεροί θα ταξιδέψουν δωρεάν.

[λόγ. υπερ- + τυχερός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες