Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπερσύγχρονος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπερσύγχρονος -η -ο [ipersíŋxronos] Ε5 : που αναφέρεται στα πιο πρόσφατα, στα τελευταία, στα πιο σύγχρονα επιτεύγματα της τεχνολογίας: Yπερσύγχρονα πλοία / εργοστάσια.

[λόγ. υπερ- + σύγχρονος μτφρδ. γαλλ. ultra-moderne]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες