Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπερσύγχρονος -η -ο [ipersíŋxronos] Ε5 : που αναφέρεται στα πιο πρόσφατα, στα τελευταία, στα πιο σύγχρονα επιτεύγματα της τεχνολογίας: Yπερσύγχρονα πλοία / εργοστάσια.
[λόγ. υπερ- + σύγχρονος μτφρδ. γαλλ. ultra-moderne]



