Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπερσιβηρικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπερσιβηρικός -ή -ό [ipersivirikós] Ε1 : που διασχίζει τη Σιβηρία, συνήθ. ~ σιδηρόδρομος και ως ουσ. ο Yπερσιβηρικός.

[λόγ. υπερ- + σιβηρικός μτφρδ. γαλλ. transsibérien < ρωσ. transsibirskaja magistralj `υπερσιβηρική αρτηρία΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες