Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπερπληθυσμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπερπληθυσμός ο [iperpliθizmós] Ο17 : η υπερβολική αύξηση του πληθυσμού μιας χώρας σε σχέση με τις οικονομικές της δυνατότητες.

[λόγ. υπερ- + πληθυσμός μτφρδ. αγγλ. overpopulation]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες