Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υπερπηδώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπερπηδώ [iperpiδó] Ρ10.1α : πηδώ με επιτυχία επάνω από κτ., συνήθ. μτφ.: ~ τα εμπόδια, ξεπερνώ τις δυσκολίες.

[λόγ. < αρχ. ὑπερπηδῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go