Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υπερνικώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπερνικώ [ipernikó] -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11 : κατορθώνω να ξεπεράσω κτ. που αποτελεί εμπόδιο σε μία μου ενέργεια: Yπερνικώντας τους δισταγμούς του αποφάσισε να της μιλήσει. Για να υπερνικηθούν οι αντικειμενικές δυσκολίες χρειάζεται μεγάλος αγώνας.

[λόγ. < ελνστ. ὑπερνικῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go