Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπερκορεσμός ο [iperkorezmós] Ο17 : (χημ.) ο μέγιστος βαθμός πυκνότητας σε διάλυμα υγρού.
[λόγ. υπερ- + κορεσμός μτφρδ. αγγλ.(;) super saturation (πρβ. αρχ. ὑπερκορέννυμι `γεμίζω κτ. μέχρι να ξεχειλίσει΄)]



