Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υπερκινητικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπερκινητικός -ή -ό [iperkinitikós] Ε1 : για πρόσωπο που παρουσιάζει έντονη κινητικότητα: Είναι από τη φύση του ~.

[λόγ. υπερ- + κινητικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go