Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υπερκαλύπτω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπερκαλύπτω [iperkalípto] -ομαι Ρ4 : καλύπτω κτ. πέρα από το οριακά αναγκαίο: Tα κέρδη της επιχείρησης υπερκαλύπτουν τις δαπάνες.

[λόγ. υπερ- + καλύπτω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go