Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υπερισχύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπερισχύω [iperisxío] Ρ9α : για κπ. ή για κτ. που σε μια αναμέτρηση αποδεικνύεται ισχυρότερο(ς)· επικρατώ, υπερτερώ: Yπερίσχυσε ο συνασπισμός των συντηρητικών. Yπερίσχυσαν οι στρατιωτικές δυνάμεις, νίκησαν. Yπερίσχυσαν φρονιμότερες γνώμες. || (λόγ., με γεν.): Yπερίσχυσε του αντιπάλου του.

[λόγ. < ελνστ. ὑπερισχύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go