Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υπερημερία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπερημερία η [iperimería] Ο25 : η παράλειψη της εμπρόθεσμης εκπλήρωσης μιας υποχρέωσης καθώς και το πρόστιμο που πληρώνεται γι΄ αυτήν: Tόκοι υπερημερίας.

[λόγ. < αρχ. ὑπερημερία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go