Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υπερεκτιμώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπερεκτιμώ [iperektimó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : 1.κρίνω, θεωρώ κτ. πολύ ανώτερο ή καλύτερο από ό,τι είναι στην πραγματικότητα: Yπερεκτίμησα τις δυνάμεις μου. 2. τρέφω εξαιρετική εκτίμηση για κπ. ή για κτ.

[λόγ. < μσν. υπερεκτιμώ < υπερ- + εκτιμώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go