Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπερεκκρίνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπερεκκρίνω [iperekríno] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (φυσιολ.) εκκρίνω μια ουσία σε υπερβολικό βαθμό.

[λόγ. υπερ- + εκκρίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες