Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπερδιόρθωση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπερδιόρθωση η [iperδiórθosi] Ο33 : (γλωσσ.) φαινόμενο κατά το οποίο ο ομιλητής, στην προσπάθειά του να διορθώσει τη γλώσσα που μιλάει, δημιουργεί πλαστούς τύπους με βάση την αναλογία. || ανάλογο φαινόμε νο εμφάνισης πλαστών τύπων στους ομιλητές μιας ξένης γλώσσας.

[λόγ. υπερ- + διόρθω(σις) -ση μτφρδ. αγγλ. hypercorrection (hyper- = υπερ-)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες