Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπεργολάβος ο [iperγolávos] Ο18 : μικροεργολάβος στον οποίο ανατίθεται από τον εργολάβο του όλου έργου η εκτέλεση ενός συγκεκριμένου τμήματος: Tα υδραυλικά της οικοδομής τα ανέλαβε ~.
[λόγ. υπ(ο)- εργολάβος μτφρδ. αγγλ.(;) subcontractor]



