Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπεραρκετός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπεραρκετός -ή -ό [iperarketós] Ε1 : που υπερκαλύπτει θετικά μια ανάγκη, πολύς: Tα χρήματα που παίρνει του είναι υπεραρκετά.

[λόγ. υπερ- + αρκετός μτφρδ. γαλλ. surabondant]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες