Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υπενοικίαση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπενοικίαση η [ipenikíasi] Ο33 : η ενέργεια του υπενοικιάζω: Aπαγορεύεται η ~ του διαμερίσματος σύμφωνα με το συμβόλαιο που υπέγρα ψα.

[λόγ. υπενοικια- (υπενοικιάζω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go