Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπεκφεύγω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπεκφεύγω [ipekfévγo] Ρ αόρ. υπεξέφυγα, απαρέμφ. υπεκφύγει : αποφεύγω με επιτήδειο τρόπο μια δύσκολη ή δυσάρεστη κατάσταση (να δώ σω απάντηση, να δεσμευτώ για κτ. κτλ.).

[λόγ. < αρχ. ὑπεκφεύγω `δραπε τεύω΄ κατά τη σημ. της λ. υπεκφυγή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες