Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υπαρκτός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπαρκτός -ή -ό [iparktós] Ε1 : που υπάρχει. ANT φανταστικός: Οι ήρωες της ελληνικής μυθολογίας δεν ήταν υπαρκτά πρόσωπα. Ο Όμηρος ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Yπαρκτά και ανύπαρκτα εμπόδια / προβλήματα. || Xώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού.

[λόγ. < ελνστ. ὑπαρκτός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go