Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υπαναχώρηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπαναχώρηση η [ipanaxórisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υπαναχωρώ: Οι νέες προτάσεις δεν αποτελούν υποχώρηση της άλλης πλευράς αλλά αντιθέτως ~ σε πιο αδιάλλακτη στάση.

[λόγ. < ελνστ. ὑπαναχώρη(σις) `βαθμιαία υποχώρηση΄ -ση κατά τη σημ. του υπαναχωρώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go