Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπαλληλίκι το [ipalilíki] Ο44 : (προφ.) η κατάσταση και η ιδιότητα ενός υπαλλήλου, συνήθ. με μειωτική χροιά για να δηλώσουμε τη χωρίς ενθουσιασμό και πρωτοβουλία εργασία: Προτίμησε το ~ από το ελεύθερο επάγγελμα.
[ουσ. υπάλληλ(ος) -ίκι 1]



