Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπαλλαγή η [ipalají] Ο29 : (γραμμ.) 1. σχήμα λόγου στο οποίο ο επιθετικός προσδιορισμός αντί να συμφωνεί στην πτώση με τη γενική κτητική στην οποία ανήκει, συμφωνεί με το ουσιαστικό που προσδιορίζει η γενική, π.χ. «T΄ αντρειωμένα κόκαλα ξεθάψτε του γονιού σας», αντί «Tα κόκαλα του αντρειωμένου γονιού σας». 2. η μετωνυμία.
[λόγ. < ελνστ. ὑπαλλαγή, αρχ. σημ.: `ανταλλαγή΄]



