Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υπήκοος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπήκοος ο [ipíkoos] Ο19 θηλ. υπήκοος [ipíkoos] Ο36 : (νομ.) που έχει την υπηκοότητα ενός κράτους: Έλληνας ~. Aγγλίδα ~.

[λόγ. < αρχ. ὑπήκοος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go