Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπέρκειμαι [ipérkime] Ρ (μόνο στον ενεστ.) μπε. υπερκείμενος : (λόγ.) βρίσκομαι πάνω από κτ. άλλο, συνήθ. στη μπε.: Tα υπερκείμενα στρώματα του εδάφους.
[λόγ. < αρχ. ὑπέρκειμαι, μπε. ὑπερκείμενος]



