Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υπέρβαρος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπέρβαρος -η -ο [ipérvaros] Ε5 : για πρόσωπο ή για πράγμα του οποίου το βάρος υπερβαίνει κατά πολύ το επιθυμητό: Yπέρβαρο άτομο. Οι αποσκευές μου ήταν υπέρβαρες. || (ως ουσ.) το υπέρβαρο, για το επιπλέον βάρος των αποσκευών πέραν του επιτρεπτού: Πλήρωσα υπέρβαρο.

[λόγ. υπερ- + βάρ(ος) -ος μτφρδ. αγγλ. overweight]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go