Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπάρχοντα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπάρχοντα τα [ipárxonda] Ο53 : (προφ.) ό,τι έχει κάποιος ως περιουσία: Πούλησε όλα του τα ~. || τα προσωπικά, τα ατομικά είδη κάποιου: Πήρα κι εγώ τα υπάρχοντά μου κι έφυγα.

[λόγ. < αρχ. ὑπάρχοντα ουδ. πληθ. μεε. του ὑπάρχω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες