Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υμνητής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υμνητής ο [imnitís] Ο7 θηλ. υμνήτρια [imnítria] Ο27 : που εξυμνεί, που εγκωμιάζει κπ. ή κτ.: Ο Διονύσιος Σολωμός είναι ο ~ της ελευθερίας. || θερμός οπαδός: Tον κατηγορούν ότι ήταν ~ της δικτατορίας.

[λόγ. < αρχ. ὑμνητής· λόγ. < ελνστ. ὑμνήτρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go