Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υλοτόμος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υλοτόμος ο [ilotómos] Ο18 : αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με την υλοτομία.

[λόγ. < αρχ. ὑλοτόμος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go