Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υδρόψυκτος -η -ο [iδrópsiktos] Ε5 : για μηχανή ή μηχανισμό που ψύχεται με νερό: Yδρόψυκτοι κινητήρες. Yδρόψυκτη κάννη πολυβόλου.
[λόγ. υδρο- + ψυκ- (ψύχω) -τος μτφρδ. γερμ. wassergekühlt ή αγγλ. water-cooled]



