Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υδρόχρωμα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υδρόχρωμα το [iδróxroma] Ο49 : διάλυμα ασβέστη που χρησιμοποιείται για την επίχριση τοίχων.

[λόγ. υδρο- + χρώμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υδροχρωματισμός ο [iδroxromatizmós] Ο17 : χρωματισμός με υδρόχρωμα.

[λόγ. υδροχρωματ- (υδρόχρωμα) -ισμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go