Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υδρόθειο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υδρόθειο το [iδróθio] Ο42 : (χημ.) αέριο εύφλεκτο, δύσοσμο και δηλητηριώδες, χημική ένωση θείου και υδρογόνου.

[λόγ. υδρο- + θείον μτφρδ. γαλλ. hydrogène sulphuré]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go