Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υδρόθειο το [iδróθio] Ο42 : (χημ.) αέριο εύφλεκτο, δύσοσμο και δηλητηριώδες, χημική ένωση θείου και υδρογόνου.
[λόγ. υδρο- + θείον μτφρδ. γαλλ. hydrogène sulphuré]



