Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υδρωπικία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υδρωπικία η [iδropikía] Ο25 : (ιατρ.) πάθηση που οφείλεται στη συγκέντρωση ορώδους υγρού.

[λόγ. < αρχ. ὑδρωπικ(ός) `που πάσχει από υδρωπικία΄ -ία (πρβ. μσν. υδρωπεκία)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες