Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υδροχλώριο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υδροχλώριο το [iδroxlório] Ο40 : (χημ.) χημική ένωση χλωρίου και υδρογόνου, αέριο άχρωμο με αποπνικτική οσμή και καυστικές ιδιότητες.

[λόγ. υδρο- + χλώριον μτφρδ. παλ. γαλλ. hydrochlorique]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go