Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υγρόληκτος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υγρόληκτος -η -ο [iγróliktos] Ε3 : (γραμμ.) που το θέμα του λήγει σε υγρό σύμφωνο: Yγρόληκτα ρήματα.

[λόγ. υγρο- + ληκ- (λήγω) -τος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go