Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υγροσκοπικός -ή -ό [iγroskopikós] Ε1 : που έχει την ιδιότητα να απορροφά υγρασία: Yγροσκοπικό σώμα.
[λόγ. < γαλλ. hygroscopique < hygro- = υγρο- + -scopique = -σκοπικός (< -σκόπ(ηση) -ικός)]



