Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υγραίνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υγραίνω [iγréno] -ομαι Ρ7.2 : κάνω κτ. υγρό, το διαποτίζω με κτ. υγρό, το νοτίζω: H νυχτερινή δροσιά υγραίνει τα φύλλα. Yγράνθηκε ο τοίχος, εμφάνισε υγρασία. || Yγραίνει τα χείλη με τη γλώσσα του. Yγράνθηκαν τα μάτια του. Ένιωσε τα μάτια του να υγραίνονται από τη συγκίνηση, να δακρύζουν ελαφρώς.

[λόγ. < αρχ. ὑγραίνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go