Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υγραέριο το [iγraério] Ο40 : αέριο καύσιμο, το οποίο κυκλοφορεί στο εμπόριο υγροποιημένο και έχει ποικίλες οικιακές και βιομηχανικές εφαρμογές: Φιάλη / κουζίνα / σόμπα υγραερίου.
[λόγ. υγρ(ο)- + αέριον μτφρδ. αγγλ. liquid gas]