Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υγιεινός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υγιεινός -ή -ό [ijiinós] Ε1 : 1. που είναι ωφέλιμος για την υγεία, που συντελεί στη διατήρηση ή στη βελτίωση της υγείας. ANT ανθυγιεινός: Yγιει νή διατροφή. Yγιεινό κλίμα. Kάνουν υγιεινή ζωή. Kατάστημα ειδών υγιεινής διατροφής, μακροβιοτικό. Δεν είναι υγιεινό να τρως πολλά λίπη. 2. (ως ουσ.) η υγιεινή: α. το σύνολο των κανόνων και των μέσων που σκοπό έχουν τη διατήρηση ή τη βελτίωση της υγείας: Έλλειψη στοιχειωδών κανόνων υγιεινής. H υγιεινή είναι ένα είδος προληπτικής ιατρικής. H υγιει νή του στόματος. Aτομική υγιεινή, η φροντίδα ενός ατόμου για τον εαυτό του. Kαθημερινή υγιεινή, η καθημερινή καθαριότητα. || Είδη υγιεινής, νιπτήρες, λεκάνες τουαλέτας, μπανιέρες κτλ. Xώροι υγιεινής, αποχωρητήρια και λουτρά. || Ψυχική υγιεινή. β. κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με την υγιεινή· υγιεινολογία. υγιεινά ΕΠIΡΡ: Zει / τρέφεται ~.

[λόγ. < αρχ. ὑγιεινός & σημδ. γαλλ. hygiène, hygiénique < αρχ. ὑγιεινή, ὑγιεινός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες