Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υβρεολόγιο το [ivreolójio] Ο40 : πολλές και απανωτές βρισιές· βρισίδι: Ξέσπασε σε ένα φοβερό ~! Ο κοινοβουλευτικός διάλογος δε γίνεται με υβρεολόγια εναντίον των αντιπάλων.
[λόγ. υβρεο- (θ. της λ. ύβρις1) + -λόγιον]



