Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υαλοκαθαριστήρας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υαλοκαθαριστήρας ο [ialokaθaristíras] Ο2 : καθένας από τους δύο βραχίονες που αποτελούν τον αυτόματο μηχανισμό για τον καθαρισμό του παρμπρίζ του αυτοκινήτου: Xάλασαν οι υαλοκαθαριστήρες και δεν μπο ρώ να ταξιδέψω με τη βροχή.

[λόγ. υαλο- + καθαρισ(τήρ) -τήρας μτφρδ. γαλλ. essuie-glace]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go